δακτυλογραφώ

δακτυλογραφώ
(ε) μετ. печатать на машинке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δακτυλογραφώ" в других словарях:

  • δακτυλογραφώ — δακτυλογραφώ, δακτυλογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δακτυλογραφώ — ( έω) [δακτυλογράφος] γράφω με γραφομηχανή …   Dictionary of Greek

  • δακτυλογραφώ — δακτυλογράφησα, δακτυλογραφημένος, γράφω σε γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: Μου πήρε πολύ χρόνο να δακτυλογραφήσω όλα τα χειρόγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλογράφηση — η [δακτυλογραφώ] η γραφή ή αντιγραφή ενός κειμένου με γραφομηχανή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»